αδιάλειπτος
Смотреть что такое "αδιάλειπτος" в других словарях:
ἀδιάλειπτος — unintermitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάλειπτος — η, ο (Α ἀδιάλειπτος, ον) [διαλείπω] αδιάκοπος, ακατάπαυστος, συνεχής … Dictionary of Greek
αδιάλειπτος — η, ο αδιάκοπος, συνεχής: Τα επιτεύγματά του είναι αποτέλεσμα αδιάλειπτης προσπάθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαλείπτως — ἀδιάλειπτος unintermitting adverbial ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλειπτον — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem acc sg ἀδιάλειπτος unintermitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτοις — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτου — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτους — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτων — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαλείπτῳ — ἀδιάλειπτος unintermitting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάλειπτα — ἀδιάλειπτος unintermitting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)